στρατί

στρατί
το
δρομάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρατί — το, Ν [στράτα] 1.μικρή στράτα, στενός ή μικρός σε μήκος δρόμος, δρομάκι 2. δρόμος …   Dictionary of Greek

  • κεφαλιώτης — κεφαλιώτης, ὁ (Μ) ο αρχηγός ενός στρατιωτικού ή υπαλληλικού τμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ιώτης (πρβλ. νησ ιώτης, στρατι ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • μανδυώτης — μανδυώτης, ὁ (Μ) (για μοναχό) αυτός που φορά μανδύα, μανδυοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδύας + κατάλ. ώτης (πρβλ. θιασ ώτης, στρατι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • παραστράτι — και παράστρατο, το στενός δρόμος, στρατί, που αρχίζει από έναν πλατύτερο δρόμο και οδηγεί συνήθως συντομότερα προς το τέρμα, αλλ. λοξή στράτα («το καλό το παλικάρι ξαίρει κι άλλα παραστράτια [ή μονοπάτια]» παροιμ. για έξυπνα ή έμπειρα άτομα που… …   Dictionary of Greek

  • σταδιώτης — ὁ, Μ σταδιοδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • ταξεώτης — ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη μσν. 1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός 2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία 3. αυτός που ανήκει σε… …   Dictionary of Greek

  • ταξιδιώτης — ο, θηλ. ταξιδιώτισσα, Ν 1. αυτός που ταξιδεύει, ταξιδευτής 2. εμποροϋπάλληλος που περιοδεύει 3. επιβάτης ταξιδιωτικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταξίδι + κατάλ. ώτης (πρβλ. στρατι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • τιμαριώτης — ο, Ν 1. τιμαριούχος 2. κάτοχος τιμαρίου υποχρεωμένος να καταβάλλει χρηματικά ποσά στην κεντρική εξουσία προκειμένου να επιτύχει τον διορισμό ή την ανανέωση τής θέσης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + ώτης (πρβλ. στρατι ώτης). Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • τρίστρατο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ίναχου. * * * το, Ν σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν …   Dictionary of Greek

  • φλοιώτις — ώτιδος, ἡ, Α αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. ῶτις, θηλ. τής κατάλ. ώτης (πρβλ. πατρι ῶτις, στρατι ῶτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”